- ελληνομαθής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, που έχει ελληνομάθεια (βλ. λ.), ο κάτοχος της ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ελληνομαθής — ές 1. γνώστης τής αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας 2. (για αλλοεθνή) γνώστης τής ελληνικής γλώσσας … Dictionary of Greek
-μαθής — (AM μαθής) β συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής,… … Dictionary of Greek
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek
Αχμέτ Ζώγου — (1896 1961).Αλβανός πρωθυπουργός, πρόεδρος της δημοκρατίας και βασιλιάς. Γεννήθηκε στην περιφέρεια Μικρή Δίβρα (Μάτι) της Αλβανίας όπου η οικογένειά του είχε μεγάλα κτήματα. Καταγόταν από γονείς γνωστών οικογενειών, που πολλά από τα μέλη τους… … Dictionary of Greek